εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly
ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.