ὁμαδικῶς

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαδικῶς: Ἐπιρρ. = ὁμοῦ, Εὐστ. Θεσ. σ. 745, ἔκδ. Mi., Ἀναστάσ. Σιν. 221D, 261D· - πρβλ. τὸ παρὰ τοῖς Κρησὶν ὁμάδι, κοινῶς μαζί.