ὁπλοδιδάσκαλος

English (LSJ)

ὁ, = ὁπλοδιδακτής (fencing master, fighter weapon instructor, campidoctor, one who teaches the use of arms), ib.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοδῐδάσκᾰλος: ὁ, = τῷ προηγ. ὁπλοδιδακτής.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)
ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.

German (Pape)

[Seite 359] ὁ, der Waffenlehrer, Fechtmeister.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοδιδακτής: -οῦ, ὁ, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, Γλωσσ.