ὄρθια

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ὄρθιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρθια: Ἐπίρρ., ἴδε ὄρθιος ΙΙ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρθια: adv. громко, громогласно (αὔειν Hom.).