Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
3ᵉ sg. fut. de ὑπερίημι.
ὑπερήσει: γʹ ενικ. μέλ. του ὑπερίημι.
ὑπερήσει: 3 л. sing. fut. к ὑπερίημι.