ὑπερήσει

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. fut. de ὑπερίημι.

Greek Monotonic

ὑπερήσει: γʹ ενικ. μέλ. του ὑπερίημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερήσει: 3 л. sing. fut. к ὑπερίημι.