Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
3ᵉ sg. fut. de ὑπερίημι.
ὑπερήσει: γʹ ενικ. μέλ. του ὑπερίημι.
ὑπερήσει: 3 л. sing. fut. к ὑπερίημι.