ὑπερηφάνεια

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερηφάνεια: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ὑπερηφανία. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 396-397.