ὑποκαθίσταμαι
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Pass.,
A settle at the bottom, of sediment, Gal.19.605.
2 subside, of symptoms, Aret.CA1.1.
II take the place of another, Hdn.8.8.2: Act. in Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαθίσταμαι: Παθ., κατακαθίζω εἰς τὸν πυθμένα ὡς καθίζημα, ὑπόστασιν ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ἀγγείου ὑποκαθισταμένην Γαλην. τ. 19, σ. 605, 7. ΙΙ. λαμβάνω τὴν θέσιν ἑτέρου, Ἡρῳδιαν. 8. 8.
Greek Monolingual
ὑποκαθίσταμαι ΝΑ
βλ. υποκαθιστώ.