Ὑρκανός

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Ὑρκάνιος.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Ὑρκανός: Plut. = Ὑρκάνιος I.