ῥηϊδίως

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥᾳδίως.

Russian (Dvoretsky)

ῥηϊδίως: эп.-ион. = ῥᾳδίως.