ῥομφάνω

From LSJ

German (Pape)

[Seite 848] = ῥοφάνω, Hippocr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ῥομφάνω: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ῥοφάνω ἢ κάλλιον ῥυφάνω παρ’ Ἱππ.