ῥυτίζω

German (Pape)

[Seite 854] = ῥυτιδόω, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίζω: ῥυτιδόω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Μ ῥυτίς, -ίδος]
ρυτιδώνω, ζαρώνω κάτι.