ῥῄων

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 841] ion. statt ῥᾴων, unregelm. compar. zu ῥᾴδιος, Lob. Phryn. p. 402.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῄων: -ον, Ἰων. ἀντὶ ῥᾴων, συγκρ. τοῦ ῥᾴδιος, Λοβέκ. εἰς Φρυνίχ. 402.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. ῥάων.