τρύγιος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγιος Medium diacritics: τρύγιος Low diacritics: τρύγιος Capitals: ΤΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: trýgios Transliteration B: trygios Transliteration C: trygios Beta Code: tru/gios

English (LSJ)

τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου, Hsch.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρύξ, τρυγός]
1. (κατά τον Ησύχ.) «τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου»
2. (κατ' άλλους) προσωνυμία του Διός.