αμυγδαλίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο αμυγδαλή
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλίτες
οι αμυγδαλές του λαιμού
2. φλεγμονή τών αμυγδαλών, αμυγδαλίτιδα.