ἀνασταύρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[crucifixión]] τοῦτο γὰρ τῆς ἀνασταυρώσεως [[ἔθος]] τοῖς [[ἐκεῖ]] X.Eph.4.2.3. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[crucifixión]] τοῦτο γὰρ τῆς ἀνασταυρώσεως [[ἔθος]] τοῖς [[ἐκεῖ]] X.Eph.4.2.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνασταύρωσις]], η (Α)<br />[[ανασκολόπιση]], [[σταύρωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crucifixion, X.Eph.4.2.
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, das Kreuzigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασταύρωσις: -εως, ἡ, ἀνασκολόπισις, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
crucifixión τοῦτο γὰρ τῆς ἀνασταυρώσεως ἔθος τοῖς ἐκεῖ X.Eph.4.2.3.
Greek Monolingual
ἀνασταύρωσις, η (Α)
ανασκολόπιση, σταύρωση.