ἀκαταπάτητος: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(4000) |
(2) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)katapa/thtos | |Beta Code=a)katapa/thtos | ||
|Definition=ον, v. l. for <b class="b3">ἀκατάποτος</b> (q. v.). | |Definition=ον, v. l. for <b class="b3">ἀκατάποτος</b> (q. v.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπάτητος]], -ον) [[καταπατῶ]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί<br />«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα». | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, v. l. for ἀκατάποτος (q. v.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶ
εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί
«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».