απαράμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(5)
(No difference)

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαράμιλλος, -η) παράμιλλος
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος.