αμπαρώνω: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια
η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα.
ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός].