αμπαρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(3)
(No difference)

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια
η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα.
ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός].