αλεπότρυπα: Difference between revisions

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

και αλουπότρυπα, η
τρύπα, φωλιά αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τρύπα].