βουβωνικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(big3_9)
 
(7)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[inguinal]] ἐπίδεσμος Paul.Aeg.6.66.2.
|dgtxt=-ή, -όν [[inguinal]] ἐπίδεσμος Paul.Aeg.6.66.2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[βουβωνικός]], -ή, -όν, Α [[βουβωνιακός]], -ή, -όν) [[βουβών]]<br />αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς («βουβωνικὴ [[χώρα]]», «βουβωνικὴ [[κήλη]]», «βουβωνικὸς [[πόρος]]», «βουβωνική [[πανώλης]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «βουβωνικὸν [[πάθος]]» — η [[πανούκλα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:24, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ή, -όν inguinal ἐπίδεσμος Paul.Aeg.6.66.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ βουβωνικός, -ή, -όν, Α βουβωνιακός, -ή, -όν) βουβών
αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης»)
μσν.
φρ. «βουβωνικὸν πάθος» — η πανούκλα.