βρεφικός: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[de niño]] τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.<i>Ep</i>.1, β. [[βραχυστομία]] Eust.767.16, β. [[ἀναστροφή]] Eust.767.22.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera infantil]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.82, Eust.565.1. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[de niño]] τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.<i>Ep</i>.1, β. [[βραχυστομία]] Eust.767.16, β. [[ἀναστροφή]] Eust.767.22.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera infantil]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.82, Eust.565.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βρεφικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε [[βρέφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βρεφικόν</i>, <i>το</i><br />το [[βρέφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A infantile, Ph.2.84, Eust.767.16.
German (Pape)
[Seite 463] kindlich, kindisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφικός: -ή, -όν, νηπιώδης, Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.
2 adv. -ῶς de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βρεφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το
το βρέφος.