Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άμβιξ: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(3)
(No difference)

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Greek Monolingual

(-ικος) και άμβυξ (-υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ)
νεοελλ.
1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα
2. το σώμα του αποστακτικού λέβητα
3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος
αρχ.
είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἄμβη, ἄμβων και να σχηματίστηκε αναλογικά προς το κύλιξ. Κατ’ άλλους η λ. είναι δάνειο σημιτικής προελεύσεως].