ἀμβοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7. | |dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβη]] «ό,τι προεξέχει, [[εξόγκωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.
Spanish (DGE)
-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
Greek Monolingual
ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.