ἀμβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβη]] «ό,τι προεξέχει, [[εξόγκωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβοειδής Medium diacritics: ἀμβοειδής Low diacritics: αμβοειδής Capitals: ΑΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: amboeidḗs Transliteration B: amboeidēs Transliteration C: amvoeidis Beta Code: a)mboeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.

Spanish (DGE)

-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.

Greek Monolingual

ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.