ακαιρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(2)
(No difference)

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκαιρολόγος, -ον)
αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. ακαιρολογία
μσν.- νεοελλ.
ακαιρολογώ].