ακαιρολόγος

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκαιρολόγος, -ον)
αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκαιρος + -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. ακαιρολογία
μσν.- νεοελλ.
ακαιρολογώ].