ακτινόμετρο: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Μετεωρ.)
γενικός χαρακτηρισμός τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. actinometer.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινομετρώ].