γενναιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ
(8)
(No difference)

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)].