Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
-η, -οαυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)].