άδωρος
From LSJ
Menander, fragment 761
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδωρος, -ον)
1. αυτός που δεν δέχεται δώρα, ο αδωροδόκητος, ανεξαγόραστος, αδιάφθορος
2. φρ. «δώρον άδωρον» και αρχ. «δῶρα ἅδωρα», άχρηστο δώρο, ανώφελη, μάταιη προσφορά
αρχ.
αυτός που δεν δίνει δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δῶρον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδωρία
μσν.
ἀδωρί.