γιγαντοπάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γιγαντοπάλαμος''': -ον, ὁ ἔχων Γίγαντος παλάμας, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 115, 127.
|lstext='''γιγαντοπάλαμος''': -ον, ὁ ἔχων Γίγαντος παλάμας, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 115, 127.
}}
{{grml
|mltxt=[[γιγαντοπάλαμος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει παλάμες γίγαντα, δηλ. [[γιγαντόσωμος]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παλάμη]] [[γιγαντοπάλαμος]]» — [[μεγάλη]] σαν του γίγαντα.
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γιγαντοπάλαμος: -ον, ὁ ἔχων Γίγαντος παλάμας, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 115, 127.

Greek Monolingual

γιγαντοπάλαμος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει παλάμες γίγαντα, δηλ. γιγαντόσωμος, ρωμαλέος
2. φρ. «παλάμη γιγαντοπάλαμος» — μεγάλη σαν του γίγαντα.