αφία: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 06:27, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀφία, η (Α)
το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. apium «σέλινο» και με ιλλυρ. ap- «νερό»].