μεγανθής

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει μεγάλα άνθη
2. αυτός που έχει πολλά άνθη, πολυανθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἄνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].