Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφίημι

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

ἀφίημι (AM)
1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω
2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι
3. απαλλάσσω, συγχωρώ
αρχ.
Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω
2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει
3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω, αφήνω κάτι να βγει, να χυθεί ή να πέσει από πάνω μου
4. (για φυτά) βλαστάνω, ανθοφορώ, καρποφορώ
5. (για χρωματισμό) μεταβάλλω, αλλάζω χρώμα
6. παραδίδω, διαθέτω ή παραχωρώ κάτι σε κάποιον
7. (για πρόσωπα) αποπέμπω, διώχνω
8. καθιστώ ή αφήνω κάποιον ελεύθερο, ελευθερώνω, (για ζώα) απολύω
9. αφιερώνω, καθιερώνω
10. (για στράτευμα, συνέλευση, τη βουλή ή την εκκλησία του δήμου) διαλύω
11. (για σύζυγο) χωρίζω, εγκαταλείπω, διώχνω
12. (για τα παιδιά) αποκηρύσσω, αποκληρώνω
13. (για πράγματα) αφήνω κατά μέρος, παρατώ, απαλλάσσομαι από κάτι
14. (πνεύμα, ψυχήν) παραδίδω το πνεύμα μου, ξεψυχώ
15. σταματώ να κάνω κάτι, παραιτούμαι από κάτι
16. δεν δίνω προσοχή, προσπερνώ, εγκαταλείπω
17. (αμτβ.) αποπλέω, ξεκινώ, ανοίγω πανιά
II. μέσ.
1. (με ενεργ. σημ.) α) αποβάλλω, ρίχνω από πάνω μου
β) απομακρύνω κάτι από κάπου, ξεκολλώ
2. (με μέσ. σημ.) α) απομακρύνομαι, αποσπώμαι, αποτραβιέμαι III. φρ. «ἀφίημι ἐμαυτὸν ἐπί τι» — επιδίδομαι με ζήλο, ρίχνομαι με τα μούτρα
2. «ἀφίημι γλώσσαν» — αφήνω τη γλώσσα μου ελεύθερη, μιλώ αθυρόστομα
3. «ἀφίημι φθογγήν, ἔπος, φωνάς, γόους, ἀράς» — φωνάζω, κραυγάζω, ξεστομίζω
4. «ἀφίημι θυμόν...», «...ὀργὴν εἴς τινα» — αφήνω να ξεσπάσει σε κάποιον η οργή μου, ξεσπώ σε κάποιον
5. (προστ. μέσ. φωνής) «ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος» — ας το αφήσουμε, ας μείνει στην άκρη προς το παρόν
6. «ἄφες ἴδωμεν» (ΚΔ)
για να δούμε, ας δούμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ίημι «κινώ, στέλνω, ρίχνω». Από το αφίημι προέκυψαν και τα νεοελλ. αφήνω και αφίνω].