διόπτρισις: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[examen]], [[acción de examinar]] ἵνα τῇ συνεχείᾳ τῆς τοῦ λόγου διοπτρίσεως τῆς τοῦ ἀρχετύπου ὁμοιότητος μὴ διαμάρτωμεν Chrys.M.56.544. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[examen]], [[acción de examinar]] ἵνα τῇ συνεχείᾳ τῆς τοῦ λόγου διοπτρίσεως τῆς τοῦ ἀρχετύπου ὁμοιότητος μὴ διαμάρτωμεν Chrys.M.56.544. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διόπτρισις]], η (Α) [[δίοπτρον]]<br />προσεκτική [[εξέταση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 634] ἡ, das Betrachten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διόπτρισις: -εως, ἡ, ἐξέτασις ἀκριβής, Ἰω. Χρυσόστ. 5, 41.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
examen, acción de examinar ἵνα τῇ συνεχείᾳ τῆς τοῦ λόγου διοπτρίσεως τῆς τοῦ ἀρχετύπου ὁμοιότητος μὴ διαμάρτωμεν Chrys.M.56.544.
Greek Monolingual
διόπτρισις, η (Α) δίοπτρον
προσεκτική εξέταση.