δυσδιήγητος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de explicar]], [[de interpretar]], [[inescrutable]] αἱ κρίσεις (τοῦ Θεοῦ) LXX <i>Sap</i>.17.1, cf. Origenes <i>Io</i>.10.39.265, 20.2.6, τὰ πᾶσι δυσέφικτα καὶ δυσδιήγητα Cyr.Al.M.73.21B.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de relatar]], [[de narrar]] ἡ [[γενεά]] (τοῦ Θεοῦ) Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1308D, cf. 1309A, [[βίος]] Pall.<i>H.Laus</i>.27.1, τὰ κατὰ Ποσειδώνιον Pall.<i>H.Laus</i>.36.1<br /><b class="num">•</b>[[indescriptible]] σοφία de Dios, Basil.M.30.309C, [[ἀσθένεια]] Thdt.<i>H.Rel</i>.18.4.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de explicar]], [[de interpretar]], [[inescrutable]] αἱ κρίσεις (τοῦ Θεοῦ) LXX <i>Sap</i>.17.1, cf. Origenes <i>Io</i>.10.39.265, 20.2.6, τὰ πᾶσι δυσέφικτα καὶ δυσδιήγητα Cyr.Al.M.73.21B.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de relatar]], [[de narrar]] ἡ [[γενεά]] (τοῦ Θεοῦ) Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1308D, cf. 1309A, [[βίος]] Pall.<i>H.Laus</i>.27.1, τὰ κατὰ Ποσειδώνιον Pall.<i>H.Laus</i>.36.1<br /><b class="num">•</b>[[indescriptible]] σοφία de Dios, Basil.M.30.309C, [[ἀσθένεια]] Thdt.<i>H.Rel</i>.18.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να διηγηθεί [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιήγητος Medium diacritics: δυσδιήγητος Low diacritics: δυσδιήγητος Capitals: ΔΥΣΔΙΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiḗgētos Transliteration B: dysdiēgētos Transliteration C: dysdiigitos Beta Code: dusdih/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to narrate, LXX Wi.17.1.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu erzählen, LXX u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιήγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διηγηθῇ τις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ιζ΄, 1), Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de explicar, de interpretar, inescrutable αἱ κρίσεις (τοῦ Θεοῦ) LXX Sap.17.1, cf. Origenes Io.10.39.265, 20.2.6, τὰ πᾶσι δυσέφικτα καὶ δυσδιήγητα Cyr.Al.M.73.21B.
2 difícil de relatar, de narrarγενεά (τοῦ Θεοῦ) Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1308D, cf. 1309A, βίος Pall.H.Laus.27.1, τὰ κατὰ Ποσειδώνιον Pall.H.Laus.36.1
indescriptible σοφία de Dios, Basil.M.30.309C, ἀσθένεια Thdt.H.Rel.18.4.

Greek Monolingual

δυσδιήγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να διηγηθεί κανείς.