διμηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.<i>Bub</i>.3.3<br /><b class="num">1</b> de pers. [[de dos meses de edad o de vida]] παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.<i>Epid</i>.7.106, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.47, δ.· bimenstruus</i>, <i>Gloss</i>.2.277.<br /><b class="num">2</b> c. palabras de ‘tiempo’ [[de dos meses]], [[que dura dos meses]] διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses</i> Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος <i>PFam.Teb</i>.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., <i>Gp</i>.17.3.3, Anat.l.c.
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.<i>Bub</i>.3.3<br /><b class="num">1</b> de pers. [[de dos meses de edad o de vida]] παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.<i>Epid</i>.7.106, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.47, δ.· bimenstruus</i>, <i>Gloss</i>.2.277.<br /><b class="num">2</b> c. palabras de ‘tiempo’ [[de dos meses]], [[que dura dos meses]] διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses</i> Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος <i>PFam.Teb</i>.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., <i>Gp</i>.17.3.3, Anat.l.c.
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμηνιαῖος Medium diacritics: διμηνιαῖος Low diacritics: διμηνιαίος Capitals: ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: dimēniaîos Transliteration B: dimēniaios Transliteration C: diminiaios Beta Code: dimhniai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A two months old, Hp.Nat.Mul.19, Mul. 1.47; of two months, χρόνος Cleom.1.7, Gem.6.14, Gp.17.3.3 (v.l. -μηναῖος).

Greek (Liddell-Scott)

διμηνιαῖος: -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.Bub.3.3
1 de pers. de dos meses de edad o de vida παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.Epid.7.106, ἔμβρυον Hp.Mul.1.47, δ.· bimenstruus, Gloss.2.277.
2 c. palabras de ‘tiempo’ de dos meses, que dura dos meses διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος PFam.Teb.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., Gp.17.3.3, Anat.l.c.

Greek Monolingual

-αία, -ο (Α διμηνιαῑος, -α, -ον)
αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)
αρχ.
ηλικίας δύο μηνών.