δύσβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(big3_12) |
(10) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγεται δύσκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.
Greek Monolingual
δύσβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται δύσκολα.