δύσβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(big3_12)
(10)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.
}}
{{grml
|mltxt=[[δύσβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγεται δύσκολα.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.

Greek Monolingual

δύσβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται δύσκολα.