δύσβρωτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
δύσβρωτος: негодный для еды, неудобоваримый (τροφή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.
Greek Monolingual
δύσβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται δύσκολα.