ἐκπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(big3_14b)
(11)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrazar]], [[rodear]] ὁ ἀὴρ ... τὸν περίγειον ἐκπεριείληφε τόπον Basil.M.29.85C.<br /><b class="num">2</b> fig. [[abarcar]], [[comprender]], [[encerrar]] πᾶσαν ... τὴν ζωτικὴν ἰδέαν (la creación del hombre) comprende toda especie viviente</i> Gr.Nyss.M.46.60D, cf. Origenes <i>Cels</i>.4.62.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrazar]], [[rodear]] ὁ ἀὴρ ... τὸν περίγειον ἐκπεριείληφε τόπον Basil.M.29.85C.<br /><b class="num">2</b> fig. [[abarcar]], [[comprender]], [[encerrar]] πᾶσαν ... τὴν ζωτικὴν ἰδέαν (la creación del hombre) comprende toda especie viviente</i> Gr.Nyss.M.46.60D, cf. Origenes <i>Cels</i>.4.62.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκπεριλαμβάνω]] (Α)<br />[[περιλαμβάνω]] ολοκληρωτικά.
}}
}}

Latest revision as of 06:28, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 772] (s. λαμβάνω), ganz umfassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριλαμβάνω: ἐπιτεταμέν. ἀντὶ τοῦ περιλαμβάνω, Βασίλ. τ. 1. σ. 49Β.

Spanish (DGE)

1 abrazar, rodear ὁ ἀὴρ ... τὸν περίγειον ἐκπεριείληφε τόπον Basil.M.29.85C.
2 fig. abarcar, comprender, encerrar πᾶσαν ... τὴν ζωτικὴν ἰδέαν (la creación del hombre) comprende toda especie viviente Gr.Nyss.M.46.60D, cf. Origenes Cels.4.62.

Greek Monolingual

ἐκπεριλαμβάνω (Α)
περιλαμβάνω ολοκληρωτικά.