ψάφαξ: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_3)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψάφαξ''': [ᾰ], ᾱκος, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ [[ψῆφος]], Γρηγ. Κορίνθ. 623.
|lstext='''ψάφαξ''': [ᾰ], ᾱκος, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ [[ψῆφος]], Γρηγ. Κορίνθ. 623.
}}
{{grml
|mltxt=ή [[ψάφαξ]], -άφακος, ἡ, Α<br />αιολ. τ. της λ. [[ψήφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψᾶφος]], δωρ. τ. του [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1392] ακος, ὁ, dor. statt ψῆφος, s. Gregor. de dial. p. 241.

Greek (Liddell-Scott)

ψάφαξ: [ᾰ], ᾱκος, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ ψῆφος, Γρηγ. Κορίνθ. 623.

Greek Monolingual

ή ψάφαξ, -άφακος, ἡ, Α
αιολ. τ. της λ. ψήφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. του ψῆφος + επίθημα -αξ (πρβλ. λίθ-αξ)].