ψάφαξ

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

German (Pape)

[Seite 1392] ακος, ὁ, dor. statt ψῆφος, s. Gregor. de dial. p. 241.

Greek (Liddell-Scott)

ψάφαξ: [ᾰ], ᾱκος, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ ψῆφος, Γρηγ. Κορίνθ. 623.

Greek Monolingual

ή ψάφαξ, -άφακος, ἡ, Α
αιολ. τ. της λ. ψήφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. του ψῆφος + επίθημα -αξ (πρβλ. λίθαξ)].