ψιμυθιστής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_19)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιμῠθιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.
|lstext='''ψιμῠθιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ψιμυθίζω]]<br />αυτός που αλείφεται με [[ψιμύθιο]] ή με [[άλλο]] καλλυντικό.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιμυθιστής Medium diacritics: ψιμυθιστής Low diacritics: ψιμυθιστής Capitals: ΨΙΜΥΘΙΣΤΗΣ
Transliteration A: psimythistḗs Transliteration B: psimythistēs Transliteration C: psimythistis Beta Code: yimuqisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who paints with white lead or cosmetics, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ψιμῠθιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ψιμυθίζω
αυτός που αλείφεται με ψιμύθιο ή με άλλο καλλυντικό.