ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
η, Ν1. ψιλόβροχο2. σταγόνα ψιλής βροχής («έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών ψεκάδα «σταγόνα» και ψίχαλο / ψίχα].