ψιχάλα: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(47c)
(No difference)

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. ψιλόβροχο
2. σταγόνα ψιλής βροχής («έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών ψεκάδα «σταγόνα» και ψίχαλο / ψίχα].