Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠρυτός: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(6_11)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠρυτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.
|lstext='''ὠρυτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Μ [[ὠρύομαι]]<br />αυτός τον οποίο θρήνησε [[κανείς]] ωρυόμενος.
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυτός Medium diacritics: ὠρυτός Low diacritics: ωρυτός Capitals: ΩΡΥΤΟΣ
Transliteration A: ōrytós Transliteration B: ōrytos Transliteration C: orytos Beta Code: w)ruto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a howling, Theognost.Can.76.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ ὠρύομαι
αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.