Click links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
ὁ, a howling, Theognost.Can.76.
Greek (Liddell-Scott)
ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ ὠρύομαι
αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.
Translations
Finnish: ulvonta; German: Geheul; Greek: σκούξιμο, ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτισμα; Ancient Greek: γόος, ἰυγή, κλαγγή, ὑλακή, ὠρυγή, ὠρυγμός, ὠρυδόν, ὠρυθμός, ὠρυκτής, ὤρυμα, ὠρυτός; Italian: uggiolio; Japanese: ハウリング; Russian: вой, завывание; Spanish: aullido; Swedish: ylande