ὠρυτός

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυτός Medium diacritics: ὠρυτός Low diacritics: ωρυτός Capitals: ΩΡΥΤΟΣ
Transliteration A: ōrytós Transliteration B: ōrytos Transliteration C: orytos Beta Code: w)ruto/s

English (LSJ)

ὁ, a howling, Theognost.Can.76.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ ὠρύομαι
αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.

Translations