αγελόβιος: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που ζει κατά αγέλες, κοπαδιαστά, ομαδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγέλη + βίος.