επιμίσθιο: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(13)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Α ἐπιμίσθιος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιμίσθιο
πρόσθετη αμοιβή επί πλέον του κανονικού μισθού
αρχ.
ο μισθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθός.