ἐπινοητός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_11)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινοητός''': -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.
|lstext='''ἐπινοητός''': -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπινοητός]], -ή, -όν (Α) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει στον νου.
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινοητός Medium diacritics: ἐπινοητός Low diacritics: επινοητός Capitals: ΕΠΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: epinoētós Transliteration B: epinoētos Transliteration C: epinoitos Beta Code: e)pinohto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A conceivable, Vit.Philonid.p.10C., Phld.Mus. p.92 K.; object of thought, existing in the mind, S.E.M.8.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητός: -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.

Greek Monolingual

ἐπινοητός, -ή, -όν (Α) επινοώ
1. κατανοητός, εύληπτος
2. αυτός που υπάρχει στον νου.