ενδυνάμωση: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(12)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. ενίσχυση, δυνάμωμαενδυνάμωση οργανισμού»)
2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο.