αδεισιδαίμων: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
(-ονος), -ον (Α ἀδεισιδαίμων)
αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + δεισιδαίμων.
ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία].