αδεισιδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(1)
(No difference)

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (Α ἀδεισιδαίμων)
αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + δεισιδαίμων.
ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία].